- διεθνοποιώ
- διεθνοποιώ, διεθνοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διεθνοποιώ — καθιστώ κάτι διεθνές … Dictionary of Greek
διεθνοποιώ — διεθνοποίησα, διεθνοποιήθηκα, διεθνοποιημένος, κάνω κάτι διεθνές: Διεθνοποίηση της εργασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek